- κάμεραμαν
- οο χειριστής κάμερας, χειριστής κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μηχανής λήψεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cameraman < camera «κάμερα (II)» + man «άνθρωπος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
εικονολήπτης — ο αυτός που με κινηματογραφική μηχανή λήψης κινηματογραφεί τη δράση των ηθοποιών ή το τοπίο που καθορίζει ο σκηνοθέτης, ο καμεραμάν, ο οπερατέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)